- βοτανολογικός, -ή
- -ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη βοτανολογία: Κάθε χρόνο γίνονται στο πανεπιστήμιο αρκετά βοτανολογικά συνέδρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ιένα — (Jena). Πόλη (97.500 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Θουριγκίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του πόταμου Ζάαλε. Είναι σημαντικός σιδηροδρομικός κόμβος και κέντρο βιομηχανίας οπτικών ειδών. Πιο συγκεκριμένα, στην Ι. υπάρχει ένα από τα… … Dictionary of Greek
φυτολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτολογία (βλ. λ.), που είναι της φυτολογίας, ο βοτανολογικός: Φυτολογικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)